Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

ΤΟ ΧΑΜΗΛΩΜΕΝΟ ΒΛΕΜΜΑ


ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΣΤΗΛΗ ΜΟΥ «Υπογείως» ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΜΕΤΡό ΤΟ 2003. ΕΔΩ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΜΙΑ ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΧΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΣΕ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ.

……………………………………………………………..
ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ

ΤΟ ΧΑΜΗΛΩΜΕΝΟ ΒΛΕΜΜΑ
……………………………………………………………..

«Μακάρι να είμαι ακόμα ζωντανή κι αυτό που περνάω τώρα να μην είναι παρά ένας τρόπος για να παραταθεί ο ύπνος των ζωντανών ώσπου να ενωθεί με το αιώνιο».
(Carmen Posadas)


Ήταν τόσο όμορφη που τα μάτια μου πόνεσαν και χαμήλωσα το βλέμμα πριν τυφλωθώ από τη λάμψη της.

Με σκυμμένο το κεφάλι διέσχισα την πλατεία όσο πιο γρήγορα μπορούσα, για να απομακρυνθώ από κοντά της.

Τα περιστέρια που τσιμπολογούσαν ένα ξερό κουλούρι δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών, πέταξαν ξαφνιασμένα. Οι σκιές τους μου φάνηκαν σαν τεράστια παραμορφωμένα δάχτυλα, που με προσπερνούσαν σε μια αλλόκοτη κούρσα.

Μια εικόνα από το παρελθόν πέρασε από το μυαλό μου, σαν ταξί που δεν σταματά στο νεύμα σου, νύχτα, σε ερημική κεντρική λεωφόρο…

Ήμουν εγώ και ήταν απόγευμα Μάη, σε μια αλάνα που τώρα είναι έκθεση αυτοκινήτων. Είχα πάει με την μπάλα μου για να βρω κι άλλα παιδιά και να παίξουμε.
Όμως δεν βρήκα κανένα.

Η άνοιξη, η πραγματική άνοιξη των παλαιότερων εποχών και όχι αυτή που ζούμε τώρα (όχι άνοιξη των ιώσεων, των αλλεργιών και της απόγνωσης, αλλά εκείνη η άνοιξη των παιδικών μου χρόνων που ευωδίαζε αναγεννημένη γη, ενώ το αεράκι προκαλούσε αφόρητη διέγερση και συνάμα κάλμα μεγάλη παντού μέσα μου) βασίλευε σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια.

Κάθισα σε μια άκρη της αλάνας και αφέθηκα στις μυρωδιές, στη χορωδία των πουλιών και στους ήχους που έφερνε ο άνεμος από τον κοντινό αυτοκινητόδρομο.

Ένιωθα γαλήνη και… η εικόνα έσβησε.

Η ανάμνηση χάθηκε.

Ήμουν εγώ -και πάλι- και το αυτοκίνητο, όπως έστριψε και μπήκε στην πλατεία που μόλις είχα διασχίσει τρέχοντας, με χτύπησε με ορμή.

Ο πόνος ήταν ακαριαίος, σαν χιλιάδες βελόνες να καρφώθηκαν στα πλευρά μου κι ύστερα να αποτραβήχτηκαν.
Πεσμένος στην άσφαλτο, διαπίστωσα πως ο γκρίζος ουρανός στην πραγματικότητα ήταν κόκκινος.
Τα περιστέρια είχαν κουρνιάσει στα καλώδια της ΔΕΗ και ο βόμβος της πόλης που στοιχειώνει υπογείως τη συνείδησή μας, έμοιαζε τώρα με οχλαγωγία, σαν αυτή στις κερκίδες ενός γηπέδου μόλις τελειώνει ο αγώνας.

Κι έπειτα σκοτάδι…

Τέλειωσε ο αγώνας;

Βρίσκομαι και πάλι στην αλάνα.
Νιώθω γαλήνη.

Ένα κοριτσάκι με πλησιάζει από απέναντι.

Φοράει σορτσάκι και τα γόνατά του έχουν σημάδια από πεσίματα.
Είναι ξυπόλυτο και οι πατουσίτσες του είναι σκονισμένες.

Τα μαλλιά του και τα μάτια του έχουν το πιο μαύρο χρώμα που αντίκρισα ποτέ μου.

Φτάνει κοντά μου.
Μου χαμογελά.
Νιώθω αμήχανα.

Χαμογελάω κι εγώ.

Αναρωτιέμαι τι στο καλό γυρεύει εδώ πέρα.

Μαζεύω το κουράγιο μου να ρωτήσω, μα δεν προλαβαίνω.
Σκύβει και μου δίνει ένα φιλί στα χείλη μου, που τα αισθάνομαι ξερά.
Με χαϊδεύει στο κεφάλι, πιάνει το χέρι μου και με τραβά για να σηκωθώ όρθιος.

Την ακολουθώ αφήνοντας πίσω μου την μπάλα μου.

Ανηφορίζουμε στην πίσω πλευρά της αλάνας, προς το δασάκι με τα πεύκα και τις άγριες δάφνες.

Δεν μιλάμε καθόλου.
Προσπαθώ να φανταστώ πως θα είναι ο ήχος της φωνής της.

Ανεβαίνουμε, μα δεν νιώθω κούραση.
Μόνο ευδαιμονία.
Και αγάπη.

Την αγαπώ.
Αγαπώ το άγγιγμα της.
Αγαπώ τις ατίθασες τουφίτσες των μαλλιών της.
Αγαπώ το πώς ακούγονται τα πέλματά της στο χωμάτινο μονοπάτι.
Την αγαπώ γιατί ήρθε όταν εγώ δεν την περίμενα.
Την αγαπώ γιατί ξέρω πως μαζί της δεν θα χαθώ.
Την αγαπώ γιατί ξέρει τον δρόμο.
Την αγαπώ γιατί δεν χρειάζεται να μιλάμε.
Δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Απλά να βαδίζουμε μαζί.
Να βαδίζουμε προς την ακριβοθώρητη κορυφή.
Να βαδίζουμε για να φτάσουμε που;

Μα γιατί αφήνει το χέρι μου;

Κοιτάζω τα μάτια της που απ’ τη νύχτα τους αναβλύζει αλμύρα.

Γιατί κλαίς, μικρό κορίτσι;
Με πονάς.
Πονάω.
Σκοτεινιάζει.

Ψήνομαι απ’ τον πυρετό.

Δεν βλέπω τίποτα κι ύστερα ακούω ψιθύρους.

Κι έρχεται το φως.

Παντού σωληνάκια και καλώδια.

Η κοπέλα δίπλα μου, ντυμένη στα λευκά, με κοιτάζει.

Είναι τόσο όμορφη που τα μάτια μου πονούν, μα δεν χαμηλώνω το βλέμμα. Δεν θα το κάνω ποτέ ξανά.

..................................................................