Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΟ
ΤΟ 2004. ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΣΕ ΕΠΟΜΕΝΟ
ΒΙΒΛΙΟ-ΣΥΛΛΟΓΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ.


.....................................................................................
ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ
Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
.....................................................................................

«Θα έρθουν κι άλλα πρόσωπα του παρελθόντος
για να συνεχίσουν την ατελείωτη παρέλασή τους, 
επωφελούμενα από το ότι ο ύπνος δεν θα με 
αφήσει να τους απαντήσω ή να αμυνθώ;».
(Carmen Posadas)



.......................................................................


Απόλαυσε τη σιωπή. 

Η αγάπη δαγκώνει κι όταν σταματήσει να σε κατατρώει δεν ακούγεται τίποτα.

Όσο και να προσπαθήσεις, κενό. Μοιάζει με τέλειο θάνατο. 
Ιδανική κατάσταση για κάποιον που έζησε στην οχλαγωγή, πιστόνι της Μηχανής.

Κοίτα πίσω. Βλέπεις; Ναι, βλέπεις… 

Ξαπλωμένος σε μισοσκότεινο φούρνο, με μάτια ασήκωτα. 
Μα που ο ύπνος… 

Γαυγίζουν απ’ έξω τα σκυλιά. Κρατάνε τον Μορφέα μακριά σου.

Εδώ πέρα μόνο καμιά μύγα τρυπώνει και περιφέρεται ναρκωμένη από ακαθαρσία σε ακαθαρσία.

Πόσο σου λείπει το ψύχος που σκοτώνει κάθε παρείσακτη σκιά και κάθε ρυπαρή σκέψη. 

Χτυπά το τηλέφωνο και χαλιέσαι που αμέλησες να το αποσυνδέσεις. 
Επιμένει. Το κουδούνισμα σού τριβελίζει το μυαλό. 
Το σηκώνεις. 

Μια θολή ανάμνηση ζωής σε προσκαλεί σε κυνήγι ηδονής. 
Σε ξέρει καλά και σε πείθει, έστω και δύσκολα.

Η νύχτα που έρχεται σε βρίσκει σε ένα καταγώγιο που άλλοι λένε ναό, μα εσένα για λαγούμι σού μοιάζει. 

Κι ενώ το οινόπνευμα ρέει και ο ιδρώτας στάζει από σινιέ πουκάμισα, ένα αστέρι πέφτει πλάι σου και σε αγγίζει με σάρκα ανοιξιάτικη. 

Η ζάλη γίνεται δέος. Το δέος γίνεται λάμψη. Η λάμψη γίνεται πόθος. 

Διαβάζεις στα χείλη της τις αναπνοές της. 
Μετράς το χτυποκάρδι στα στήθη της. 

Δυο μάτια από μέλι κρατάνε τον ήλιο μέσα τους κι αυτό το βλέπεις και δεν το χορταίνεις. 

Καίει ολόκληρη και ταυτόχρονα σε δροσίζει. 

Και τότε ο πόθος γίνεται πάθος. Το πάθος γίνεται διέγερση. 
Η διέγερση γίνεται δρόμος που σας πάει μακριά απ’ το καταγώγιο-ναό-λαγούμι. 

Σε στρώμα δανεικό ξαπλώνεται και σαλεύουν τα δάχτυλά σου στο σμιλεμένο μάρμαρο του νεανικού κορμιού της. 

Το πρόσωπό σου κατεβαίνει εκεί που σιγοκαίει η θράκα της. 
Με γλώσσα που τρέμει αναδεύεις και θεριεύεις τη φωτιά που τώρα κατακαίει το Σύμπαν σου. 

Ανοίγεις και μπαίνεις στη σάρκινή της Κόλαση, που σε ψήνει, σου προκαλεί εγκαύματα. Μα αντέχεις τόσο ώστε να τη σβήσεις μέσα σε βογκητά και αναστεναγμούς. 

Κι ο καιρός περνά… 

Και ο δρόμος που σας έφτασε ως την ευδαιμονία γίνεται κακοτράχαλος. 
Και η χαρά γίνεται θλίψη. 
Και η θλίψη γίνεται πόνος. 
Και ο πόνος γίνεται αποχαιρετισμός επώδυνος. 
Και η αγάπη που σε έτρωγε γλυκά, τελειώνει. 

Μοιάζει με τέλειο θάνατο, τούτο. 
Δεν ακούγεται τίποτα. 

Απόλαυσε τη σιωπή. 
Απόλαυσέ τη μέχρι το επόμενο κουδούνισμα του τηλεφώνου. 

Ελπίζω να αμελήσεις ξανά να το αποσυνδέσεις. 

Έχει πλάκα να βλέπεις το νεκρό της κορμί να σαπίζει στον καναπέ απέναντί σου, αλλά μάλλον θα πρέπει να της βρεις ανάλογη παρέα. 

Από αγάπη...
.


Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΘΗΡΕΥΤΗ


ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΑ
ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 2004 στην στήλη που διατηρούσα
στο περιοδικό ΜΕΤΡό «ΥΠΟΓΕΙΩΣ».
ΤΟ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΑ ΜΕ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΣΕ ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΤΟ 2007.
ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ Η ΣΑΦΩΣ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ
ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ, ΦΤΙΑΓΜΕΝΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ
ΑΚΥΚΛΟΦΟΡΗΤΑ ΑΚΟΜΗ ΕΠΟΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ.

……………………………………………………………
ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΘΗΡΕΥΤΗ
(Vampiric Urbanism)

……………………………………………………………



«Τι να κάνω; Τι μπορώ να κάνω; Πως μπορώ να ξεφύγω από αυτή τη θανάσιμη αιχμαλωσία της νύχτας, του ζόφου και του τρόμου;».
(Bram Stoker)

………………………………


Ο βορράς τον γαλήνευε.
Εκείνος και η προαιώνια μοναξιά του κουβαλούσαν το μυστικό οδυρμό τους αβίαστα στο απάτητο χιόνι κι όταν έτρεχε με τα ξαδέλφια του, τα Κτήνη, που αλυχτούσαν ελεύθερα, με κάρβουνα στη θέση των ματιών και υγρές μουσούδες, ποίηση τον κατέκλυζε, με τη γρηγοράδα υδράργυρου στις φλέβες και τη θέρμη της χαίτης άσβεστης πυρκαγιάς.

Τραγουδούσε μαζί τους στη μαρμαρυγή και συνόδευε την αγέλη τους στα πορφυρά μονοπάτια του κυνηγιού.

Άλλοτε σηκωνόταν στον αέρα και, σαν πουλί της νύχτας, γυρόφερνε σιωπηλά πάνω απ’ την απεραντοσύνη της παγωμένης ερημιάς.
Άλλοτε κούρνιαζε στις παρυφές του ανέγγιχτου δάσους, παρακολουθώντας μικρές ματωμένες ιστορίες σιαγόνων που έκλειναν χωρίς οίκτο σε σάρκα που αποχαιρετούσε τις ραψωδίες των φτερωτών τραγωδών σαν και του είδους του, μ’ ένα ρόγχο και ένα πονεμένο ερωτηματικό.

Κάποτε, όμως, ένιωσε πως δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα να κοροϊδεύει τον ίδιο του τον εαυτό.
Αν η όψη του είχε είδωλο, ήταν σίγουρος πως η θέα του θα τρόμαζε κι αυτόν.
Η αποχή του από το ανθρώπινο αίμα, δεν αναπληρωνόταν από των ζώων το ανούσιο υγρό, που το κατανάλωνε παρέα με τους Λύκους.

Εκείνος δεν ήταν σαν κι αυτούς. Ήταν κάτι περισσότερο.

Δίχως την τελευταία πράξη ενός αληθινού κυνηγιού, σαν και τούτο που η φύση του τον πρόσταζε να επιδοθεί, μαράζωνε.

Η εξαντλητική νηστεία του, τον αποδυνάμωνε όλο και περισσότερο και, παρόλο που υπήρξαν εποχές που ευχόταν να είχε δικαίωμα και στον δικό του θάνατο, τώρα το τέλος ήταν κάτι που δεν επιθυμούσε να γνωρίσει.

Ένας Θηρευτής πάντα θα είναι Θηρευτής και η μεμψιμοιρία δεν συμβαδίζει με το κοφτερό αίσθημα της αυτοσυντήρησης και την καταραμένη λαχτάρα για το άλικο νέκταρ.

Η αποχή εναντιωνόταν στην ουσία της Δίψας, που την κόμιζε μέσα του ως κληροδότημα και χάρη…

Έτσι εγκατέλειψε τον βορρά, και τα δάκρυά του ήταν μαύρα και λιπαρά, σταγόνες από αχάτη πάνω σε ταφόπλακα.

Το γκρίζο της πόλης τον υποδέχτηκε αδιάφορα.
Ανασύρθηκε από το τσιμεντένιο λαγούμι του και αφέθηκε στον πυρετό της αναζήτησης…

Τα ξώφτερνα ψηλοτάκουνα παπούτσια της ακούγονταν προκλητικά στο στενό πεζοδρόμιο με τα μισοανεβασμένα πάνω του παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Τα λιγοστά φώτα του δήμου δεν τα ‘βγαζαν πέρα με το σκοτάδι και το σοκάκι έμοιαζε παραδομένο στις σκιές που βασίλευαν στις προσόψεις των κτηρίων.

Από κάπου έφτανε ασθενής η βοή μιας πολυσύχναστης λεωφόρου, μακρινής όσο και ο κεραυνός που κατακρημνίστηκε στο βουνό, πέρα από τις ταράτσες των πολυκατοικιών.

Η ψύχρα παιχνίδιζε σαν αχνός ξηρού πάγου στα πανέμορφα χείλη της.

Τα μεγάλα της μάτια ήταν βουρκωμένα, όχι από λύπη, μα από τον κρύο σαν λεπίδα αέρα που στροβιλιζόταν στις φλέβες της πυκνοκατοικημένης περιοχής, με τη σκληρότητα ενός αρπακτικού.

Τα μαλλιά της, καθώς ανέμιζαν σαν τους βοστρύχους της κόμης μιας σικάτης Μέδουσας, αντανακλούσαν τα ψήγματα του φωτός όπως ένα παγωμένο χωράφι την αστροφεγγιά.

Το λυγερό της κορμί κινούνταν με την επικίνδυνα λάγνα χάρη ερπετού.

Τις γάμπες της έσφιγγε ένα ζευγάρι νάιλον κάλτσες που άφηναν σε κοινή θέα μια υποψία λάμψης από την πάλλευκη σάρκα της.

Όμορφη, τόσο που να πονάς κοιτάζοντάς τη, η γυναίκα κρατούσε σταθερό το ρυθμό του γρήγορου βαδίσματός της.

Η ανάσα της κοφτή.
Το βλέμμα της καρφωμένο μπροστά, ανεστίαστο σε κάτι απτό…

Ο Μέτοικος Θηρευτής την ακολουθούσε από ώρα πολλή.
Τώρα την περίμενε στο τέλος του δρόμου.

Τον είδε ξαφνικά και έχασε τον βηματισμό της.
Κοντοστάθηκε και για λίγες στιγμές δίστασε.

Ο χρόνος αυτός ήταν αρκετός για εκείνον.
Έπεσε πάνω της με ορμή και κυλίστηκε μαζί της στο νωπό έδαφος.

Η οξυμένη όσφρησή του μύρισε κρίνο και τρόμο.
Τα δάκτυλά του άγγιξαν το ροδαλό στήθος, που αποκαλύφθηκε μέσα από τα κουρέλια που άφησαν τα νύχια του.

Ήταν πανέμορφη.

Καθώς ο Θηρευτής έμπηγε τα δόντια του στον τρυφερό λαιμό της, σκέφτηκε πως για μια ακόμη φορά η αγάπη είναι πιο κρύα απ’ τον θάνατο. 

.

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΚΗΔΕΙΑ


ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΟΥ, ΣΕ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ,
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟ 2003.
…………………………………….
ΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΩΣ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ, 
ΣΥΝΤΑΓΜΕΝΟ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΣΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΚΗΔΕΙΑ, 
ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΕΔΩ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ, ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΣΕ ΕΝΑΝ ΠΑΛΑΙΟ ΑΔΕΛΦΟ, 
ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΑ 41 ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ, 
ΦΕΤΟΣ (2011) ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, ΤΟΥ ΕΙΠΑΜΕ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ. 
ΑΝΑΠΑΥΣΟΥ ΕΝ ΓΑΛΗΝΗ, ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΡΝΕΖΟ. 
Ο ΛΕΚΤΙΚΟΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΤΗΣ ΖΕΙ.


…………………………………………………………..
ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ
ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΚΗΔΕΙΑ
…………………………………………………………..          


Το τραγούδι αυτό είναι κηδεία στη γιορτή μου.

Το ενορχήστρωσα με ήχους από τον πάτο του πηγαδιού με τις ανεκπλήρωτες ευχές και με το ρυθμό του σφυριού στο αμόνι.

Έβαλα μελωδία νοσηρή, παιγμένη με χορδές από ματωμένο δέρας.

Τα ακόρντα μου τα ξερίζωσα από τα γκρίζα λιβάδια που εκτείνονται μουντά και απειλητικά στους πρόποδες του κοιμώμενου ηφαιστείου.

Οι νότες μου, παραπληγικές και φυματικές, νοσούν στο τρεμάμενο πεντάγραμμο.

Η θάλασσα, παραδίπλα, φαντάζει σαν τον επιτάφιο με τη βασιλική πορφύρα που έστρωσαν τα στερεμένα από δάκρυα ματάκια –τα μονάκριβά μου.

Απ’ τον κόκκινο αφρό ξεκινά η σκάλα που στο σταυροδρόμι με τα σύννεφα γίνεται αστρόδρομος για τον Παράδεισο.

Ουρλιάζει το πέτρινο λαρύγγι, σπαράζει με μια ορμή που είναι συνάμα οργή και άλγος.

Επικός, ολέθριος και μεταλλικός ο οδυρμός που εκρήγνυται σαν μαύρη φωτιά που πληγώνει τον ήλιο.

Μια χαώδης τρύπα χάσκει τώρα εκεί όπου άλλοτε τεμπέλιαζε η λάμψη του. Γύρω μου πετούν οι πιο μυθικοί από τη Λεγεώνα, οι Άγγελοι του Καθαρτηρίου.

Οι μόνοι δαίμονες που σέβεται Εκείνος Που Δεν Επιτρέπεται Να Ονομαστεί.

Πριν από την πτώση ήταν αρχάγγελοι.
Οι ισχυρότεροι όλων.
Έγιναν φύλακες του υποθάλποντος σκότους, στην καρδιά της ουροβόρας νύχτας, και δεσμώτες των καταραμένων πέρα από την αψίδα, χωρίς γυρισμό.

Η ομίχλη στα πρόσωπα που με κοιτούν με χαμηλωμένο βλέμμα είναι πια πέπλο αποχαιρετισμού.

Η πόλη της φαντασμαγορίας έχει μείνει πολύ πίσω.
Εκεί μου σιγοψιθύρισε η αιώνια αγάπη ότι αμάρτησε κι εγώ γέλασα.
Είναι άμωμη και πανάχραντη, όσο είμαι μιαρός, αναίσχυντος και αμαρτωλός.

Όπως και εκείνος ο τραγουδοποιός του Αναθέματος, έτσι κι εγώ, ίσως το ήξερα πάντα πως τα εύθραυστα όνειρά μας θα θρυμματιστούν σε μυριάδες απογοητεύσεις και απογνώσεις.

Όμως, παράλληλα, είχα πίστη.
Πίστη για εκείνη και για όσα ελπίζαμε.
Τα μόνα που μου είχαν απομείνει να πιστεύω.
Όλα τα άλλα τα έσβησα, τα αγνόησα, τα προσπέρασα, τα κατάστρεψα.

Γι’ αυτά δεν μετάνιωσα.
Πριν τα διαγράψω με βαστούσαν κουλουριασμένο κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα.

Τούτη η κάσα που θα θαφτεί στο χώμα μού θυμίζει την αίσθηση που με στοίχειωσε.
Σαν την κατήχηση που με μαγάρισε και, τόσες μα τόσες φορές την ξόρκισα, μέχρι που την εκμηδένισα.

Το τραγούδι μου φτάνει στο ρεφρέν του.
Είναι πιασάρικο;
Είναι αδιάφορο;
Είναι από αυτά που παίζουν οι ειδήμονες στο ράδιο;

Το κοινό μου, το ομιχλώδες κοινό μου, λικνίζεται στο πένθιμο magnus opus μου, που είναι μαζί ρέκβιεμ μα και πρελούδιο για την επερχόμενη μετάβασή μου.

Λίγες ώρες νωρίτερα, στο πάρτι θλίψης γύρω απ’ το νεκροκρέβατο, το αλκοόλ πότιζε μυαλά.

Απτή απώλεια συνείδησης και μια προσευχή για τους πεθαμένους.

Και να που το σόλο της κιθάρας ηλεκτρίζει το θαμπό περίγυρο.

Δεν μετανιώνω γι’ αυτό που ήμουν.

Ήμουν εγώ και κάποτε πάλεψα για να το καταφέρω.

Πάλεψα με τη γενέθλια πόλη, με τη γυμνή αυγή της κατηχήτριας νύχτας, με τα ευτυχισμένα ναυάγια, με τη βοή της καταιγίδας, με τη φυλακή του πρωτεύοντος είδους, με τους δικαστές της τέχνης, με τον υποδόριο καταλύτη, με τα καλοκαίρια που είναι ψέματα…

Πάλεψα με την Κυριακή, τη χειρότερή μου μέρα.
Με το γουρούνι που σκέφτεται.
Έσπειρα ουρανούς και θέρισα χιόνια.
Ήπια ποταμούς και ξέρασα λάσπη.
Κάπνισα πυρκαγιές κι έφτυσα αγκάθια.

Και τώρα που αυτό το τραγούδι τελειώνει, τώρα που οι μορφές ξεθωριάζουν περισσότερο και οι πιο μυθικοί της Λεγεώνας ίπτανται πάνω απ’ τη σκηνή της χαρμολύπης, ένα μόνο μου απομένει να σου ψιθυρίσω: θα σε περιμένω, αγάπη μου, για να γελάσουμε ξανά μαζί με τους μυστικούς κώδικες του έρωτά μας. 

.