Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Πτήσεις Και Πτώσεις Του Έρωτα



    Πτήσεις Και Πτώσεις Του Έρωτα


ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 2004. 
ΣΥΝΔΥΑΖΕΙ ΜΙΑ ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑΡΙΟ, ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ 
ΑΠΟ ΑΚΥΚΛΟΦΟΡΗΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΟΥ ΠΟΥ 
ΤΙΤΛΟΦΟΡΕΙΤΑΙ «ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΑ ΠΟΥΛΙΑ» (γραμμένο το 1998). 
ΕΔΩ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ 
(ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΕ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ)
………………………………………………..
ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ
ΠΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
…………………………………………………

«Έχω κάτι σπασμένα φτερά. Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε το καλοκαίρι αυτό, για ποια ανέλπιστη χαρά, για ποιες αγάπες, για ποιο ταξίδι ονειρευτό».
(Κώστας Καρυωτάκης)
………………………………………………….



Απ’ όλες τις ιστορίες μου τούτη είναι η πιο εύκολη να ειπωθεί.

Δεν ντύνεται λέξεις σερνόμενη σε ανήλιαγα λαγούμια και σε σκοτεινές τσιμεντένιες φλέβες.
Δεν παραφυλά πίσω από πόνους που ξεμύτισαν απ’ τον ομφάλιο λώρο και ποτέ δεν θα καταλαγιάσουν -ούτε ίσως ακόμα και με το Θάνατο.

Δεν είναι σκουριά στο κάγκελο της φυλακής του πρωτεύοντος είδους, ούτε υλακή μοναξιάς στη μαρμαρυγή μιας σελήνης άλικης σαν ανεκπλήρωτο πάθος.
Δεν είναι άλγος κρυφό.

Δεν είναι όνειρο σε μουσκεμένα σεντόνια, ούτε εφιάλτης που χάνεται στο ξύπνημα.
Δεν είναι εμμονή που γυροφέρνει έξω απ’ το παράθυρο μέχρι να τρυπώσει για άλλη μια φορά στο εύθραυστο καταφύγιό μου.

Δεν είναι τρόμος στο κατόπι μου, ούτε το λιοντάρι στο κατώφλι μου.

Δεν είναι καλοκαίρι ψεύτικο σαν τις φωτογραφίες που ξεθώριασε η αλμύρα.

Δεν είναι οργή που σαν κλειδί θα μου ανοίξει την πύλη μιας λύτρωσης.

Δεν είναι ο μονόφθαλμος σκύλος που έχει ξεχάσει το όνομά του, εκείνος ο αλήτης με την προβιά εγκληματία και τα σημάδια από σίδερο στη μύτη.

Δεν είναι νοσταλγία για μια νιότη που παρήκμασε.
Δεν είναι ακόμα ένας θρήνος μου, μία ακόμα ουλή…

Απ’ όλες τις ιστορίες μου τούτη τη γράψαμε με το ίδιο χέρι, εγώ κι εσύ, και μαζί θα τη φτάσουμε στο τέλος, αν υπάρχει τέτοιο σ’ αυτή την πτήση προς το ιδανικό…

Ήρθες κοντά μου μια νύχτα.
Έμοιαζες με όλες τις άλλες, αλλά δεν ήσουνα ίδια.
Φορούσες δυο φεγγάρια στο πρόσωπό σου, που ήταν λευκός ουρανός. Λευκός απ’ το χιόνι.

Χείλη νωπά απ’ το αίμα κι αυτό το άρωμά σου το τόσο οικείο.
Το άρωμα του πόνου.

Ήρθες κοντά μου μια νύχτα, στης προσευχής την ώρα ο πειρασμός, θεά της λαγνείας.

Ενδεδυμένη τη γύμνια με της φωτιάς τα χρώματα τα μυστικά, χρώματα της ελπίδας.

Μου άπλωσες το χέρι, με άφησες ν’ αγγίξω την πηγή της ζωής, τον άσβεστό σου πόθο.
Στο σώμα σου επάνω ταξίδι σ’ έναν άγνωστο ωκεανό, σε πέλαγα της λήθης.

Έξω έκανε κρύο μα τα κορμιά μας έλιωναν απ’ την πυρκαγιά.
Πρώιμο καλοκαίρι.

Χίλιες και μία νύχτες κι ακόμα τόσες κι άλλες πολλές κοιμήθηκες μαζί μου. Μετρήσαμε τα’ αστέρια.
Ακούσαμε το χάδι του νερού στο γιαλό.
Ξαπλώσαμε στην άμμο.

Στο δάκρυ μου ήσουν δίπλα, μια μελωδία που γιατρεύει κάθε φάλτσο σκοπό. Ακόρντο της αγάπης.

Κάναμε έρωτα ως το φως της αυγής.
Διώχναμε τους εφιάλτες.

Μα κάποτε ήρθε η ώρα που καταλάβαμε ότι πια δεν μας χωράει εκείνη η γη. Πετάξαμε προς το Νότο.

Θύελλες μας χτύπησαν κι ένας κυνηγός μας λάβωσε βαθιά στα φτερά.
Μας έριξε στο βάλτο.

Ανήμποροι να βγούμε, παραδομένοι σ’ ένα τέλμα που μας πάει στο βυθό, στης λησμονιάς τη λάσπη.

Δεν είναι, όμως, η οκνηρία που εν τέλει μας ξέρασε ως τα εδώ…

Απ’ όλες τις ιστορίες μου τούτη είναι η πιο εύκολη να ειπωθεί, όχι όμως και να τελειώσει.
Όχι να τελειώσει έτσι.

Οι υποσχέσεις που ανταλλάξαμε, το ρίγος που σου έφερνε το φιλί μου, οι φλόγες που έγλειφαν τον αλμυρό μας ιδρώτα, δεν θα πνιγούν στο ρυπαρό βούρκο.

Δεν θα χαθεί τίποτα από την Διαθήκη μας σε τρόμου φινάλε.

Το μόνο που χρειάζεται είναι να τραβηχτούμε όπως-όπως στην όχθη. Να συρθούμε στις καλαμιές, να αγκαλιάσουμε τις πληγές μας, να κουρνιάσουμε μέχρι να ξεραθεί το αίμα και να στεγνώσουν τα φτερά μας.

Στους ήχους της απέραντης νύχτας, στα κόκκινα μάτια που ελλοχεύουν ανυπόμονα ελάχιστες μόλις ανάσες πιο πέρα, στους ψιθύρους των κρυφών τρόμων που μας περικλείουν και στενεύουν τον κλοιό του ολέθρου γύρω μας, απόστρεψε το βλέμμα, κλείσε τα αυτιά, σιώπησε.

Μείνε, απλά, κολλημένη πάνω μου.

Πάρε με μέσα σου μέχρι τα’ αναφιλητά μας να γίνουν χαμόγελα ηδονής και ίαση.
Κι εγώ, έστω κι αν τούτο δεν είναι εύκολο, θα σου διηγηθώ τη συνέχεια κι όχι το τέλος της ιστορίας.

Το τέλος θα έρθει μονάχο του.

Κι όταν συμβεί, υπόσχομαι…

Αν είναι μουσκεμένο σε δάκρυα, θα λιαστώ, να στεγνώσω, να πετάξω έως όπου κι αν βρίσκεσαι, ό,τι κι αν είσαι.
Αν είναι φωτεινό, θα απλωθώ, να γίνω σκιά, να σε προφυλάξω, όπου κι αν βρίσκεσαι, ό,τι κι αν είσαι. 
……………………………………………………………………….