Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ



ΤΟ ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 2004. ΕΔΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Σ’ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ (ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΕ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ)
………………………………………………..
ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ
ΤΟ ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ
…………………………………………………

«Ήταν σχεδόν μεσημέρι, μα είχα την αίσθηση μιας απέραντης νύχτας, όπου μια απέραντη δροσιά κάνει τ’ αστέρια να φαίνονται μεγάλα… η απελπισία επανέφερε το πείσμα μου».
Τζορτζ Μακ Ντόναλντ
………………………………………………….


Η σφαίρα μου γυρνάει γύρω -γύρω και ζαλίζομαι.
Έχω ναυτία.
Ακούω μια μουσική ξένη.
Οι νότες της είναι από αλλού.
Η μελωδία της δυσάρεστη.
Ένα ρέκβιεμ της πραγματικότητας.

Φωνάζω ονόματα που θεωρούσα ξεχασμένα.
Δραπετεύουν από το πατάρι που τα είχα κλειδωμένα.
Κολλάνε πάνω στο κεφάλι μου, σαν σμάρι από σφήκες σε κουφάρι σκύλου, κατακαλόκαιρο σε μια εξοχή που φλέγεται απ’ τον ήλιο και σταφιδιάζει απ’ την αναβροχιά.

Θυμάμαι έναν δάσκαλο που με κλότσησε εν ώρα προσευχής, γιατί δεν έκανα τον σταυρό μου.
Θυμάμαι έναν έρωτα με σιδεράκια.
Απογευματινά φροντιστήρια εικονικής κοινωνικότητας.
Μοναχικά σαββατιάτικα σούρουπα με απειλητικές σκιές στα τζάμια. Περαστικές κηδείες με παιάνες και τρόμο.
Πρωτόλεια διέγερση στη θέα της γειτόνισσας με τα ηλιοκαμένα πόδια.
Τα πρώτα σκασιαρχεία.
Τα πρώτα τσιγάρα.
Τα πρώτα φιλιά.
Γήπεδα που αλώνιζα με ματωμένα γόνατα και όνειρα για δόξα και τρόπαια.
Οι πρώτες κασέτες.

Σχολείο πρωί, δουλειά βράδυ, ως το ξημέρωμα.
Η πρώτη ρόδα.
Αλκοόλ μέχρι τελικής πτώσης.
Κορίτσια που με έφτυναν.
Οι πρώτες ουσίες…

Η σφαίρα μου συνεχίζει να περιστρέφεται.
Απλά γυρνάω γύρω- γύρω μέσα της και ζαλίζομαι και φωνάζω ξεχασμένα ονόματα.
Όταν σταματήσει, θα ψάξω να βρω το δρόμο για να γυρίσω πίσω.
Αν σταματήσει…

Πονάω κιόλας έτσι που στροβιλίζομαι. Τα σωθικά μου καίγονται.
Πίσω από τους ιλίγγους που με περιτριγυρίζουν διακρίνω μορφές.
Με περιμένουν.

Δαίμονες είναι και θα με κατασπαράξουν.
Θα βεβηλώσουν κάθε σπιθαμή του κορμιού μου και κάθε άσπιλο βωμό της ψυχής μου.
Τα ρυπαρά τους σάλια θα με μουσκέψουν ως το κόκκαλο.
Θα ηδονίζονται.
Θα ουρλιάζουν από ευδαιμονία.

Πρόσωπα φριχτά.
Εκμαγεία δέους.
Μάτια χωρίς ασπράδι, παραμορφωμένα σαγόνια, πολλές σειρές από δόντια γκριζοκίτρινα σαν την έρημο, σάρκα διάστικτη από εκδορές και σαπίσματα.

Σπαράζω στο κλάμα καθώς ακούω την ξένη γλώσσα τους, την απόλυτα εκφοβιστική, που με κάνει να παρανοώ από φρίκη.

Παραμόνευαν πάντα απ’ την άλλη πλευρά.
Σ’ εκείνη την ομιχλώδη χώρα που δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι ότι υπάρχει, ούτε πως κομμάτια μου της ανήκουν.
Σκιές αλλόκοτες πίσω απ’ τις γραμμές της περιστροφής μου, πίσω απ’ τη φασματική ρόδα του θανάτου.
Περίμεναν χρόνια ολόκληρα, μα τώρα αδημονούν.

Κλαίω με αναφιλητά. Κι ύστερα, ξάφνου, σταματάω.
Ο οδυρμός γίνεται γκριμάτσα.
Γελάω ξέφρενα.
Γελοίοι φόβοι μου…
Τιποτένιοι, ηλίθιοι τρόμοι.

Να φοβηθώ τι; Τα ίδια μου τα πάθη;
Να παραδοθώ σε τι; Στα ίδια μου χίλια είδωλα;

Μέχρι και η σφαίρα μου σταμάτησε να γυρνάει γύρω- γύρω, σημάδι της ως εδώ πλάνης μου.
Οι σκιώδεις μορφές με κλείνουν σ’ έναν κύκλο από λαχτάρες.
Ωωω, πόσο τις νιώθω και τις συμμερίζομαι.

Μου θυμίζουν ποιος ήμουν και τι μπορώ να ξαναγίνω.
Εκείνος που περιμένει τη δόξα του…

Τώρα με βλέπω όχι όπως είμαι, ούτε όπως  ήμουν, ούτε όπως θα είμαι , γιατί δεν είμαι, δεν ήμουν, ούτε θα είμαι.

Τώρα με βλέπω να έρπω προς τα πάνω, στην ίδια την πλαγιά που κατρακύλησα.
Αφήνω σκούρο σίελο στο αφυδατωμένο μονοπάτι.

Τα φτερωτά πρόβατα κάνουν κύκλους στα σταχτιά σύννεφα, θορυβημένα.
Τα τρωκτικά τρυπώνουν όσο πιο βαθιά μπορούν, ασθμαίνοντας και μοιρολογώντας.
Οι ψυχές που ασυνόδευτες ξέμειναν στις σπηλιές όπου αντηχούν όλοι οι πόνοι του κόσμου, σιωπούν και μαζεύονται κουβάρι για να πνίξουν το δέος τους.

Κάποιοι, κάπου, ανάβουν μεγάλες φωτιές, ρίχνοντας στις φλόγες τους σταυρούς και τα ακάνθινα στεφάνια τους.

Έρπω και θεριεύω και προσμένω το πότε θα γίνω δράκος με πύρινη γλώσσα και εξουσία από οργή και σοφία.
Στρέφω το κεφάλι στους πρόποδες.
Η σφαίρα μου παραμένει εκεί χάμω ακίνητη.
Φαντάζει παλιά, τελειωμένη, κι έτσι πρέπει να’ ναι.

Η μουσική ακούγεται ως εδώ.
Δεν μου ηχεί πια δυσάρεστη.
Κάποτε ήταν το ρέκβιεμ, όμως- τι θαύμα!- έγινε πρελούδιο.