Τρίτη 26 Απριλίου 2011

ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΚΗΔΕΙΑ


ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΟΥ, ΣΕ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ,
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟ 2003.
…………………………………….
ΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΣΑΦΩΣ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ, 
ΣΥΝΤΑΓΜΕΝΟ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΣΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΚΗΔΕΙΑ, 
ΣΕ ΤΟΥΤΗ ΕΔΩ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ, ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΣΕ ΕΝΑΝ ΠΑΛΑΙΟ ΑΔΕΛΦΟ, 
ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΑ 41 ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ, 
ΦΕΤΟΣ (2011) ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ, ΤΟΥ ΕΙΠΑΜΕ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ ΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ. 
ΑΝΑΠΑΥΣΟΥ ΕΝ ΓΑΛΗΝΗ, ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΡΝΕΖΟ. 
Ο ΛΕΚΤΙΚΟΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΤΗΣ ΖΕΙ.


…………………………………………………………..
ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ
ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΙΝΗ ΚΗΔΕΙΑ
…………………………………………………………..          


Το τραγούδι αυτό είναι κηδεία στη γιορτή μου.

Το ενορχήστρωσα με ήχους από τον πάτο του πηγαδιού με τις ανεκπλήρωτες ευχές και με το ρυθμό του σφυριού στο αμόνι.

Έβαλα μελωδία νοσηρή, παιγμένη με χορδές από ματωμένο δέρας.

Τα ακόρντα μου τα ξερίζωσα από τα γκρίζα λιβάδια που εκτείνονται μουντά και απειλητικά στους πρόποδες του κοιμώμενου ηφαιστείου.

Οι νότες μου, παραπληγικές και φυματικές, νοσούν στο τρεμάμενο πεντάγραμμο.

Η θάλασσα, παραδίπλα, φαντάζει σαν τον επιτάφιο με τη βασιλική πορφύρα που έστρωσαν τα στερεμένα από δάκρυα ματάκια –τα μονάκριβά μου.

Απ’ τον κόκκινο αφρό ξεκινά η σκάλα που στο σταυροδρόμι με τα σύννεφα γίνεται αστρόδρομος για τον Παράδεισο.

Ουρλιάζει το πέτρινο λαρύγγι, σπαράζει με μια ορμή που είναι συνάμα οργή και άλγος.

Επικός, ολέθριος και μεταλλικός ο οδυρμός που εκρήγνυται σαν μαύρη φωτιά που πληγώνει τον ήλιο.

Μια χαώδης τρύπα χάσκει τώρα εκεί όπου άλλοτε τεμπέλιαζε η λάμψη του. Γύρω μου πετούν οι πιο μυθικοί από τη Λεγεώνα, οι Άγγελοι του Καθαρτηρίου.

Οι μόνοι δαίμονες που σέβεται Εκείνος Που Δεν Επιτρέπεται Να Ονομαστεί.

Πριν από την πτώση ήταν αρχάγγελοι.
Οι ισχυρότεροι όλων.
Έγιναν φύλακες του υποθάλποντος σκότους, στην καρδιά της ουροβόρας νύχτας, και δεσμώτες των καταραμένων πέρα από την αψίδα, χωρίς γυρισμό.

Η ομίχλη στα πρόσωπα που με κοιτούν με χαμηλωμένο βλέμμα είναι πια πέπλο αποχαιρετισμού.

Η πόλη της φαντασμαγορίας έχει μείνει πολύ πίσω.
Εκεί μου σιγοψιθύρισε η αιώνια αγάπη ότι αμάρτησε κι εγώ γέλασα.
Είναι άμωμη και πανάχραντη, όσο είμαι μιαρός, αναίσχυντος και αμαρτωλός.

Όπως και εκείνος ο τραγουδοποιός του Αναθέματος, έτσι κι εγώ, ίσως το ήξερα πάντα πως τα εύθραυστα όνειρά μας θα θρυμματιστούν σε μυριάδες απογοητεύσεις και απογνώσεις.

Όμως, παράλληλα, είχα πίστη.
Πίστη για εκείνη και για όσα ελπίζαμε.
Τα μόνα που μου είχαν απομείνει να πιστεύω.
Όλα τα άλλα τα έσβησα, τα αγνόησα, τα προσπέρασα, τα κατάστρεψα.

Γι’ αυτά δεν μετάνιωσα.
Πριν τα διαγράψω με βαστούσαν κουλουριασμένο κάτω απ’ την Αγία Τράπεζα.

Τούτη η κάσα που θα θαφτεί στο χώμα μού θυμίζει την αίσθηση που με στοίχειωσε.
Σαν την κατήχηση που με μαγάρισε και, τόσες μα τόσες φορές την ξόρκισα, μέχρι που την εκμηδένισα.

Το τραγούδι μου φτάνει στο ρεφρέν του.
Είναι πιασάρικο;
Είναι αδιάφορο;
Είναι από αυτά που παίζουν οι ειδήμονες στο ράδιο;

Το κοινό μου, το ομιχλώδες κοινό μου, λικνίζεται στο πένθιμο magnus opus μου, που είναι μαζί ρέκβιεμ μα και πρελούδιο για την επερχόμενη μετάβασή μου.

Λίγες ώρες νωρίτερα, στο πάρτι θλίψης γύρω απ’ το νεκροκρέβατο, το αλκοόλ πότιζε μυαλά.

Απτή απώλεια συνείδησης και μια προσευχή για τους πεθαμένους.

Και να που το σόλο της κιθάρας ηλεκτρίζει το θαμπό περίγυρο.

Δεν μετανιώνω γι’ αυτό που ήμουν.

Ήμουν εγώ και κάποτε πάλεψα για να το καταφέρω.

Πάλεψα με τη γενέθλια πόλη, με τη γυμνή αυγή της κατηχήτριας νύχτας, με τα ευτυχισμένα ναυάγια, με τη βοή της καταιγίδας, με τη φυλακή του πρωτεύοντος είδους, με τους δικαστές της τέχνης, με τον υποδόριο καταλύτη, με τα καλοκαίρια που είναι ψέματα…

Πάλεψα με την Κυριακή, τη χειρότερή μου μέρα.
Με το γουρούνι που σκέφτεται.
Έσπειρα ουρανούς και θέρισα χιόνια.
Ήπια ποταμούς και ξέρασα λάσπη.
Κάπνισα πυρκαγιές κι έφτυσα αγκάθια.

Και τώρα που αυτό το τραγούδι τελειώνει, τώρα που οι μορφές ξεθωριάζουν περισσότερο και οι πιο μυθικοί της Λεγεώνας ίπτανται πάνω απ’ τη σκηνή της χαρμολύπης, ένα μόνο μου απομένει να σου ψιθυρίσω: θα σε περιμένω, αγάπη μου, για να γελάσουμε ξανά μαζί με τους μυστικούς κώδικες του έρωτά μας. 

.

1 σχόλιο:

  1. Το κειμενο αυτο αυτό καταφέρνει πραγματικά να καταπιεί τον αναγνώστη. Η ανάγνωση κυλάει πολύ εύκολα, και παρόλο που είναι γραμμένο σε μονοτονικό, θεωρώ πως είναι από τα πιο ευκολοδιάβαστα κειμενα που έχω συναντήσει ποτέ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή