Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

ΝΥΧΤΟΒΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΟΠΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΗ, ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΜΕΤΡό", ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 2003-2004, ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ-ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΝΑΛΟΓΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΜΟΥ...

.............................................................
 ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ

ΝΥΧΤΟΒΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΟΠΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ
.............................................................

«Οι νικητές σφράγισαν όλα τα ανοίγματα που οδηγούσαν στα άντρα των τεράτων και κατέλαβαν τις μεγάλες πολιτείες τους». ....
(Howard Phillips Lovecraft) ....
.. ..

Κοιτάζω τα φτερά που απλά κρατούν το μεγαλείο του στα ουράνια, δίχως να κοπιάζουν, σχεδόν ακίνητα, ορθάνοιχτα.

Πανέμορφος τρόμος, φονική μηχανή.

Εδώ κάτω δεν είμαι μόνος.
Πλάι μου ένας ακόμα λαβωμένος.

Τετραγωνισμένες περιοχές στο μάτι εμπρός μας.
Τα κύματα μέσα του ορθώνονται και πέφτουν στις προσταγές μας.

Τα δικά μας τα σκοτάδια είναι που τα τυλίγουν.
Οι δικές μας οι ανάσες σβήνουν πάνω τους.
Τα καρδιοχτύπια μας τα ρυθμονομούν.
Η δικιά μας θέληση κρατά το μάτι ανοιχτό.

Κι εμείς του προσφέρουμε την ψυχή μας.

Δεν την πουλάμε στον μηχανισμό, απλά την φορτώνουμε στη μνήμη του.

Απομακρύνομαι ως ένα σταθμό διερχομένων.
Πολύχρωμο το σμάρι που με ζώνει με βόμβο ενοχλητικό.
Με γυροφέρνει και με στριμώχνει όλο και πιο πολύ μέσα στη σκιά μου.

Παλεύω να μη με γονατίσει ο πανικός που ξύπνησε απ’ το βουητό των εντόμων κι απ’ τα κρουστά στο στήθος μου.

Αισθάνομαι βλέμματα αδιάκριτα να με περιεργάζονται, κι όταν στρέφομαι προς αυτά, χαμηλώνουν.

Μόνο ένας σκύλος, όλο κόκκαλα, με γούνα λασπωμένη και κορμί παραδομένο στην κάψα, με καρφώνει και είναι σα να μου λέει: «Παράτα τα».

Το μεταλλικό σκουλήκι καταφτάνει και μας παίρνει όλους στην κοιλιά του. Αποπνικτική η ατμόσφαιρα, μυρίζω τον όξινο θνητό ιδρώτα, την απλυσιά και το άγχος.
Λουφάζω στη γωνιά μου κι όταν το σκουλήκι με ξερνά, κατρακυλώ σε ένα τσιμεντένιο σφαγείο.

Κοιτάζω ψηλά. Τα φτερά πουθενά.
Σε ποιον ορίζοντα βασιλεύουν;

Τρυπώνω σε μια υπόγα γεμάτη καρδιές από νύχτα.

Προσωπεία εκφοβιστικά και ξεπεσμένοι ημίγυμνοι άγγελοι.

Τα keyboards προμηνύουν κάτι μεγάλο που έρχεται.

Ένας εξόριστος νυχτοβάτης πιάνει μικρόφωνο και προσεύχεται στο Αρχαίο Σκοτάδι.

Κάποιος έγραψε πως ο Θεός είναι καλύτερα ορατός από την Κόλαση. Εγώ πάλι, ωστόσο, δεν βλέπω τίποτα.

Μόνο σύννεφο εθισμών να ακουμπά σε καπνισμένο ταβάνι.

Με διπλαρώνει μια στιγματισμένη κόρη της αβύσσου.
Το λευκό της δέρμα με διεγείρει.

Μου μιλά ασταμάτητα.
Σα να τα λέει σε τοίχο.
Δεν ακούω λόγια, μόνο τη βραχνή μελωδία τους.

Αισθάνομαι κάτω απ’ το χαμηλό τραπέζι το γυμνό της πέλμα ανάμεσα στα σκέλια μου.

Λίγο μετά παιρνόμαστε στο σοκάκι, δίπλα στην τρύπα της υπόγας.
Έχει ιδρώσει.
Πίνω απ’ το κορμί της αλμύρα και σπρώχνω μανιασμένα.

Αλυχτάω στον οργασμό, και τα νύχια μου μουσκεύουν με αίμα.

Την παρατάω τρεκλίζοντας και ψάχνω ερημιά να χαθώ…

....
Που είναι η Λεγεώνα;

Που βρίσκονται οι σύντροφοί μου στον πόλεμο, στη θλίψη και στην αμαρτία;

Μέχρι πότε θα ψάχνω το μονοπάτι για τη φωλιά του Έρποντος Χάους; Μέχρι πότε θα ξεφτίζω μακριά από το όναρ της κοιμισμένης του δόξας;

Τραγουδάω, τώρα, έναν σκοπό δακρυσμένο. Οι νότες βαραίνουν απ’ τη σκουριά και τα στήθια μου ραγίζουν από τη λάβα.

Πιάνω τον ήχο κατάντιας που κυλά και στρέφομαι απειλητικά προς την κατεύθυνση απ’ όπου ήρθε.

Ένας κλόουν σε αναπηρικό καροτσάκι.

Κρατάει ένα ψόφιο έμβρυο δράκου και χαμογελά ευτυχισμένος.

«Σας σκοτώνουμε αγέννητους. Σας ξεριζώνουμε πριν πατήσετε χώμα. Λιγοστεύετε. Θα σας εξολοθρεύσουμε όλους. Καμιά ράτσα σας δεν θα σωθεί. Οι αφέντες μου θα γελάσουν τελευταίοι, όχι εσείς».

Δεν ξέρω αν πρέπει να παραδοθώ, να τρέξω να σωθώ ή να του κόψω το λαρύγγι.

Το ψυχρό μου αίμα δίνει την εντολή.

Το κεχριμπάρι στις οφθαλμικές μου κόγχες αστράφτει.

Χυμάω και τον ρίχνω από τις ρόδες του.
Αφρίζει και διογκώνεται σαν μεταλλαγμένος comic ήρωας, μα δεν προλαβαίνει να κάνει τίποτα παραπάνω.

Του ξεσκίζω την καρωτίδα.
Η σάρκα του έχει γεύση στυφή, μα το ζουμί του είναι σιρόπι.

Πεθαίνει, αλλά συνεχίζω να κατακρεουργώ, μέχρι που τον αφήνω σαν κόκκινη χλέμπα καταγής.
Νιώθω καλύτερα.

Σχεδόν απολαμβάνω που ο πόλεμος των Πρόχρονων θεών και των Ακάλεστων δαιμόνων ουκ έχει τέλος…

....
Μόλις ξημερώσει θα μπω στην κοιλιά ενός ακόμη σκουληκιού και θα τραβήξω πάλι τον δρόμο μου, μέχρι να βρω επιτέλους το μέρος που φωλιάζουν οι πανέμορφοι τρόμοι του ουρανού και τα άλλα καταραμένα αδέλφια μου. ....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου