Σάββατο 9 Απριλίου 2011

ΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΝΥΧΤΟΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΗ, ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΜΕΤΡό", ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 2004, ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ-ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΝΑΛΟΓΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΜΟΥ...

...........................................................................................
ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ
ΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΝΥΧΤΟΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ
...........................................................................................

«Δεν είναι νεκρό αυτό που αιώνια μπορεί να περιμένει, μα με το πέρασμα των αιώνων ακόμα και ο Θάνατος μπορεί να πεθάνει». ....
(Howard Phillips Lovecraft)
.. ..

Έβαλα ένα νεκρό πουλί στο ψυγείο μέχρι να βρω το χρόνο και τη διάθεση να το θάψω στη γλάστρα με τη γιούκα.
Από τότε έχει περάσει ενάμισης χρόνος και απόφαση να το κάνω δεν έχω πάρει.
Το ‘χω τυλιγμένο σε φύλλα τετραδίου κολλημένα με σελοτέιπ.

Στο πρώτο φύλλο, σ’ αυτό που χρησιμοποίησα για το αρχικό τύλιγμα, έγραψα και ένα αποχαιρετιστήριο κειμενάκι, μα δεν θυμάμαι τι ακριβώς.

Κάτι για αγάπη… Κάτι για αντίο… Μαζί πάνε αυτά τα δύο.

Το κλουβί του το παράτησα πάνω σ’ ένα μπόγο άχρηστων πραγμάτων, που όμως τα κρατάω γιατί δεν μου πάει καρδιά να τα πετάξω. Περιτυλίγματα από δώρα, κυριακάτικες εφημερίδες, άδεια κουτιά ηλεκτρικών συσκευών, ένα ζευγάρι μπρατσάκια για τη θάλασσα, τρύπια παπούτσια, το κεφάλι μιας κούκλας, ένα λαμπατέρ, ένα σκουριασμένο δρεπάνι…

Δεν μπήκα ούτε στη διαδικασία να αδειάσω τις ταΐστρες του κλουβιού με αποτέλεσμα, το καλοκαίρι, να χαλάσει η τροφή που είχε απομείνει. Έβγαλε κάτι μικροσκοπικά κιτρινωπά σκουληκάκια με αδιόρατες γκρι ρίγες, που κλείστηκαν σε κουκούλια και ξεπετάχτηκαν από αυτά κάτι τόσες δα νυχτοπεταλούδες.

Γέμισε όλο το σπίτι με δαύτες.

Ζευγαρώνουν χυδαία και πολλαπλασιάζονται.
Πετούν αργά, ακανόνιστα.
Σκοτώνονται, πάντως, εύκολα.
Αρκεί να απλώσεις το χέρι σου και να τις γραπώσεις.
Είναι όμως πάρα πολλές. Αμέτρητες. ....
Πώς να τις εξολοθρεύσω όλες;

Καμιά φορά ακούω θροΐσματα στο τζάμι.

Έχω αρχίσει να πιστεύω πως ό,τι είναι απ’ έξω, ήρθε είτε για τις νυχτοπεταλούδες είτε για το νεκρό πουλί στο ψυγείο.

Το ξέρω ότι ακούγεται χαζό.
Εντάξει, αυτό είναι μάλλον απίθανο.
Τίποτα δεν θροΐζει εκεί έξω και τίποτα δεν ήρθε για κανέναν και για τίποτα.

Τι να πω…
Δεν ξέρω αν φταίει που δεν τρώω καλά και δεν κοιμάμαι και δεν ξεμυτάω εδώ και κάμποσο καιρό.

Το μόνο που κάνω ακόμα με την ίδια θέρμη και διαύγεια –αν και χωρίς αποτέλεσμα- είναι να παραφυλάω μπροστά στην ποντικότρυπα.

Το τρωκτικό γυροφέρνει στους τοίχους σαν τα ποντίκια –που δεν ήταν ποντίκια- στο σπίτι του ντε λα Πόερ, σ’ εκείνο το τρομακτικό αφήγημα του Lovecraft.

Φτάνει ως τα μηνίγγια μου το γρατσούνισμα και το ροκάνισμα και το σούρσιμό του. Θα μπορούσαμε να γίνουμε καλοί φίλοι, μα δεν με καταδέχεται. Μονάχο του είναι κι αυτό το σκασμένο, μα δεν φανερώνεται. Μόνο σέρνεται και ροκανίζει και γρατσουνίζει και με θυμώνει και με τρελαίνει και με κάνει έξω φρενών.

Ξεσπάω στο κούφιο τσιμεντένιο του κρησφύγετο.
Και ματώνω. Και σωριάζομαι.
Κλαίω σαν γυναικούλα και ζαρώνω σαν κουτάβι ετοιμοθάνατο.

Τι κουτάβι, δηλαδή, που ψωρόσκυλο είμαι.
Σουρομαδημένο και φυματικό.

Κυλιέμαι μέσα στα σκουπίδια μου και στις ακαθαρσίες μου και στις ξεραμένες εξεμέσεις μου και στο παλιό μου το σπέρμα, το εκ της λανθάνουσας λαγνείας εγχεόμενο.

Στο πάτωμά μου το σιχαμερό χιλιάδες ασύλληπτα νεογνά κιτρινίζουν και μοιάζουν με κρέμα αραβοσίτου χαλασμένη, κι άμα περάσουν μέρες γίνεται σαν κρούστα τελευταίου ρόγχου στις μπανέλες θαλάσσιου κήτους.

Πάω να πλυθώ.
Το νερό τρέχει με δυσκολία και έχει χρώμα καφέ ανοικτό.
Στο ραγισμένο μου ποτήρι φαντάζει σαν το βλέμμα μιας προδοσίας τόσο παλιάς που ίσα που καταφέρνω να φέρω στο νου μου τα κοντά της μαλλιά, το χαμόγελο με τα σιδεράκια και τον λευκό της αστράγαλο πλάι σ’ έναν μαρμάρινο τύμβο.

Μισό λιοντάρι μπρούτζινο κατάβρεχε τα πόδια της με κρυστάλλινη δροσιά.

Ήμουν νέος και αθώος και ηλίθιος.

Έβλεπα, ακόμη, τα χρώματα τότε.

Και ήταν όλα, τα πάντα, βαμμένα έντονα.

Μόνο εκείνα τα μάτια, τα καφετιά, σαν το βρομόνερο που χύνει η βρύση μου, μαρτυρούσαν το ψεύδος.
Όμως πώς να το αναγνώριζα ζαλισμένος από όνειρα;

Πίνω.
Βρομάει σαν κουφάρι Ιούλιο μήνα, κάτω από λιοπύρι ανελέητο.

Άραγε τι μυρωδιά έχει το νεκρό πουλί στο ψυγείο μου; ....

.


1 σχόλιο:

  1. ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΗ, ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΜΕΤΡό", ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 2004??? τι περιπου ???? δεν καταλαβα....

    ΑπάντησηΔιαγραφή