Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

ΟΙ ΧΑΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ


ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΑ
ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 2003. ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΑΦΡΩΣ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ
ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ, ΤΟΥ 2009.

………………………………………………….
ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ
ΟΙ ΧΑΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ
………………………………………………….              

«Το σώμα στο οποίο κατοικώ (πρόκειται όμως για κατοίκηση;) 
έχει γίνει τώρα ελάχιστο… Αφήνω τα πράγματα να τρέχουν, βυθίζομαι ήρεμα».
(Philippe Sollers)

…………………………

Ώρες χαμένες.
Η ευτυχία πρόσωπο γυναίκας θαμπό.
Μιας νύχτας ηδονή κι ύστερα ψυχρό πρωινό και σημείωμα στον καθρέφτη.

Η ίδια ιστορία με τη δικιά σου.
Εσύ σε ποιον να την πεις;
Ποιος θα σε ακούσει;
Ποιος έχει την όρεξή σου;

Τραβήξου από δω.
Τι βλέπεις;

Άρνηση.
Πείνα.
Πόνος.
Οργή.

Πληγές που χάσκουν ορθάνοιχτες.
Κακοφορμίζουν.
Σκουλήκια μεγαλώνουν μέσα τους.
Τρανεύει η σήψη.

Τρέξε μακριά από δω.
Τι νιώθεις;

Καίει ο αέρας στα πνευμόνια σου.
Στάχτη εισπνέεις και αποκαΐδια συνειδήσεων.

Στις βιτρίνες μοστράρουν όνειρα.
Είναι κρύα σαν κρέας στο νεκροτομείο, μα καλοστολισμένα σαν πτώματα σε κηδεία –και λόγω των εκπτώσεων φτηνά.

Γύρνα πίσω από εκεί.
Τι θυμάσαι;

Να ‘σαι σε φωτογραφία έγχρωμη και ξεθωριασμένη.

Ο καλός σου ο μπαμπάς, μεγάλος κυνηγός αιδοίων.
Βουτάει με τα μούτρα. Χώνεται.
Αχ, το ευχαριστιέται.
Δες τα μούτρα του.
Κλείνουν τα μάτια του κι απ’ το μισάνοικτό του στόμα τρέχει σάλιο.

Η καλή σου η μαμά. Θύμα εκ γενετής.
Βασίλισσα της κουζίνας.
Συνδεδεμένη με την τηλεόραση, χάφτει μύγες χοντρές απ’ την τηλεθέαση. Σκυλάκι του καναπέ.

Τα καλά σου τα αδέλφια.
Φαντάσματα.
Απρόσιτα και κουφά.

Λίγος ήλιος ψεύτης τρυπώνει απ’ τα παντζούρια.
Τα καλοκαίρια είναι ψέματα.
Θα το καταλάβεις κάποιο ξημέρωμα.
Μέχρι τότε θα ξεθωριάζεις μαζί με την έγχρωμη φωτογραφία…

Έλα, επέστρεψε πάλι εδώ.

Τι αισθάνεσαι;
Θλίψη.
Η αρχέγονη κόρη που υπήρχε πριν απ’ οτιδήποτε κι εξαιτίας της γεννήθηκε το Σύμπαν από Κάποιον που, μη μπορώντας να την ερμηνεύσει, προσπάθησε να ξεχαστεί με το ναρκωτικό της Δημιουργίας.

Ναι, σ’ το ξανάπα κάποτε αυτό, μα δεν στάθηκες να αφουγκραστείς την αλήθεια του.
Προτίμησες την εφήμερη λήθη.

Ποια η διαφορά με τον καλό σου τον πατέρα;
Αυτός κυνηγούσε αιδοία, θα μου πεις.
Μα και οι χίμαιρες που εσύ καταδιώκεις, σαν κόλποι που προσδοκούν διείσδυση μοιάζουν.
Προερωτικά υγρά τις λιπαίνουν και εκσπερματίσεις καραδοκούν να τις γεμίσουν με πληρωτέα ανακούφιση.

Πληρώνεις για ευτυχία και παίρνεις σκουπίδια ανακυκλώσιμα.

Κλεισμένος σε πλαστικό μπουκαλάκι, ο κόσμος φαίνεται αλλόκοτος και μεγεθυμένος.

Βγες γρήγορα. Τι διαπιστώνεις;

Βρίσκεσαι σε ράφι.
Στο πιο ψηλό.
Ανάμεσα σε προϊόντα.
Σε πουλάνε μα ποιος σε αγοράζει;

Κατρακύλα πέρα από εκεί.
Που φτάνεις;

Μοιάζει με τον υπόνομο της πλάσης η κατάντια που κατέληξες.

Σ’ αυτό το έθνος των εντόμων, που γιγαντώνεται γεννοβολώντας ασύστολα στα θεμέλια του ηλιόλουστου ψεύδους, είσαι ξένος.
Είσαι εχθρός.

Αναδύσου από τα περιττώματα.

Να ‘σαι που έρπεις αποκαμωμένος στη θερμή άσφαλτο.

Τι σκέφτεσαι;

Έχουν γεράσει μέσα σου η πίστη, η τόλμη, οι αντοχές σου.
Να ‘κλεινες τους οφθαλμούς σου, έστω για λίγο.
Να ξαποστάσεις. Για λίγο μόνο.
Να, εδώ, στην άκρη…

Κοιμάσαι.
Κι έρχονται τα όνειρα…

Κι είναι όπως πάντα καζάνια που κοχλάζουν, ή γκρίζοι ουρανοί.
Κι όλο και σιμώνει το τέλος.

Είναι το λιοντάρι στο κατώφλι σου, που για να το ξορκίσεις στιγμάτισες τη σάρκα σου με μελάνι και το κουβαλάς συνέχεια.
Θα το κουβαλάς μέχρι που θα εγκαταλείψεις τον ταλαίπωρο ναό σου και θα χαθείς λίγο-λίγο, καθώς θα λιώνει στο χώμα το κορμί που κάποτε έτρεχε πάνω στη γη και έσφιγγε τρεμάμενο την μαυρομάλλα θεά σου.

Και σιμώνει συνέχεια σ’ αυτά τα όνειρα το τέλος.
Το αφουγκράζεσαι και τρομάζεις.

Ξύπνα! Που είσαι;

Αν και τούτο δεν είναι όνειρο, που πήγε ο ήλιος;
Αν και τούτο δεν είναι εφιάλτης, γιατί ακούς το λιοντάρι να ‘ρχεται από μακριά;

Το οικείο τέλος. Το απόλυτο. Το τέλειο τέλος.

Η νύχτα της ηδονής, το ψυχρό πρωινό, οι πληγές σου που μυρίζουν, η στάχτη στα πνευμόνια σου, οι βιτρίνες οι νεκροστολισμένες, η ξεθωριασμένη φωτογραφία της νιότης σου, ο μπαμπάς σου το σίχαμα, η μαμά σου το καμένο χαρτί, τα καλοκαίρια που είναι ψέματα, η προϋπάρχουσα των πάντων Θλίψη, οι σαν ανοικτά αιδοία χίμαιρες, ο κόσμος στο πλαστικό μπουκαλάκι, το έθνος των εντόμων, ο ύπνος και η πλάση πέρα από αυτόν, τα όνειρα, το λιοντάρι στο κατώφλι σου…

Όλα στριφογυρίζουν, όλα φεύγουν κι όλα θα ξανάρθουν.

Και στην απώλεια του θαμπού προσώπου εκείνης, θα μετράς με πόνους τις χαμένες ώρες. 
.

2 σχόλια:

  1. ο 2Π επιστρέφει με μια νέα ποιητική συλλογή που έρχεται...με ταχύτητα καρδιάς να κραυγάσει τις αγωνίες, τις φοβίες, τους πόθους, τις ελπίδες, τους εφιάλτες, τις φαντασιώσεις του σύγχρονου ανθρώπου σε μια στυγνή πραγματικότητα

    ΑπάντησηΔιαγραφή