Τρίτη 12 Απριλίου 2011

ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑ ΞΑΝΑ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΟΣ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ. ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΚΟΜΜΑΤΙ, ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ ΤΟ 2009 ΣΤΟ www.myspace.com/nekrosnake.


...............................................................................
ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ
ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑ ΞΑΝΑ
...............................................................................

Δεν τρέφω ένα μόνο συναίσθημα για τον Θάνατο. 


Κάθομαι κάτι βράδια και καπνίζω και ξαφνικά με τσιμπάει η καρδιά μου και χέζομαι απ’ τον φόβο μου. 


Λέω: «Ήρθε. Τώρα θα γίνει». 


Μάλιστα, ένα βράδυ βίωσα μια εκπληκτική εμπειρία, κάτι σαν Προσομοίωση Θανάτου (κι έτσι την ονόμασα). 


Το θυμάμαι σα να γίνεται μόλις τώρα, σε πρώτο χρόνο…


....................................................................................................
 

Η εικόνα του μαύρου κενού εγκαθίσταται μονομιάς στο μυαλό μου.

Μόνο που το μαύρο δεν είναι τόσο μαύρο.

Είναι ένα γκρίζο βαρύ, σαν σκούρα στάχτη.

Και δέκα φώτα είναι ένα, πάνω απ’ το κεφάλι μου, απλωμένο και με σχήμα κυλίνδρου. 
Ψυχρό. 



Η περιφερειακή μου όραση άφαντη.

Πεθαίνει πρώτη. 


Κάπου στο στήθος αισθάνομαι ένα μούδιασμα και κέντημα, μαζί.

Μοιάζει με εκείνη την ανέλπιστη ανακούφιση, που διατηρεί έναν υποθάλποντα πόνο, όταν καταστέλλεται ένας κολικός νεφρού, ή -υποθέτω- και σαν την αίσθηση που αφήνει στη μήτρα και το αιδοίο μιας γυναίκας το παιδί που μόλις γεννήθηκε. 


Ένα πρωτόγνωρο κενό με υποψία άλγους και συνάμα ευχαρίστησης. 


Δεν ακούγεται τίποτα γιατί δεν έχω ακοή.

Δεν αισθάνομαι ζέστη, κρύο, ατμόσφαιρα, δεν ακουμπάω πράγματα με τα χέρια μου γιατί δεν έχω χέρια, δεν έχω δέρμα, δεν έχω σώμα. 


Δεν είμαι στο σώμα μου.

Το σώμα μου είναι νεκρό και το βλέπω χωρίς να ‘χω όραση. 

Χωρίς να έχω καν μάτια. 


Ξεκινάω και ξέρω πως έχω πολύ δρόμο, μα δεν με αγχώνει αυτό, ούτε με τρομάζει, ούτε με απογοητεύει.

Υπάρχει έξαψη σε τούτο το ξεκίνημα. Σε τούτη την αφετηρία…



Όμως αυτή η Προσομοίωση Θανάτου ήταν μόνο εικόνα του μυαλού μου.



Και μετά, εκεί ακριβώς που κάθομαι, δεν φοβάμαι.

Άλλωστε δεν προσμένω τίποτα άλλο στον Θάνατο, πέρα από την μετάβασή μου σε μια κατάσταση «Άλλη» (και σίγουρα όχι σε μέρος όπου κάποιο θρησκευτικό δόγμα διαλαλεί).



Το μόνο που προσμένω είναι μια μόνιμη κατοικία στο μέρος όπου καταλήγουν όλες οι μνήμες και οι γνώσεις των νεκρών, μα και μια πληθώρα παλαιών οντοτήτων. 


Κι εκεί θα μείνω εσαεί, να λοξοκοιτάω που και που στην τρισδιάστατη ψευδαίσθηση, ή να επισκέπτομαι, να προστατεύω και να καθοδηγώ όποιο αγαπημένο πρόσωπο έχω αφήσει πίσω…



Σβήνω το τσιγάρο και πηγαίνω στο υπνοδωμάτιο. 


Η σύντροφός μου κοιμάται και δίπλα στα λευκά της πόδια κουρνιάζει μια τετράποδη ψυχούλα, που με κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια και μια νωθρή ελπίδα να της δώσω ένα χάδι ή μια λιχουδιά.

Της δίνω το πρώτο. 


Σκεπάζω τους γυμνούς ώμους εκείνης και, στο φως του μικρού πορτατίφ, παρατηρώ το πρόσωπο που λατρεύω. 


Σκέφτομαι τον Θάνατο ξανά τώρα, και θλίβομαι. 


Αν «φύγω» δεν θα ξαναδώ αυτή τη γυναίκα.

Δεν θα την αγκαλιάσω, δεν θα τη νιώσω να σφίγγεται στο στήθος μου, δεν θα προσκυνήσω το γλυκό της στόμα, δεν θα την ακούσω να μου μιλά, ποτέ ξανά.

Δεν θα έχω την αγάπη της.

Δεν θα μπορώ να της δώσω την δική μου.

Δεν θα είμαστε μαζί.

Ποτέ, ξανά. 



Η θλίψη με γονατίζει.

Κι έπειτα έρχεται η οργή.



Γιατί να πεθάνω; Γιατί να πεθαίνουμε;

Γιατί να μην είμαι μαζί της για πάντα; 


Ή μήπως θα είμαι, αλλά εκεί πέρα, στην πλάση όπου καταλήγουν οι νεκρές μνήμες;    
(...)
.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου