Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

ΤΑ ΛΕΠΙΑ ΤΟΥ ΕΡΠΕΤΟΥ


ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ (ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ) 
ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 2004, ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΜΕΤΡό.
ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΣΕ ΠΡΟΣΕΧΕΣ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ.

 ...............................................................................
 ΠΑΝΟΣ ΠΙΛΑΤΟΣ
Τα Λέπια Του Ερπετού
 (Το Πουκάμισο Που Βρίσκουν Τα Παιδιά)
...............................................................................

«Είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου, ο ίσκιος που, 
σε μεγάλα βήματα φανταστικά, χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους 
τα φτερά του, γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά…».
(Κώστας Καρυωτάκης)

...............


Αλλάζω δέρμα και θα ‘ρθω. 

Σπρώχνω και τραβιέμαι σα να κυριεύω γυναικείο κορμί. 
Αλλά δεν ηδονίζομαι και δεν θα εκσπερματίσω. 

Να ξεκολλήσω, μοχθώ, το χθες μου κι όχι να ευφρανθώ στιγμιαία. 

Να αφορίσω τα παλιά μου κι όχι να αναθεματίσω τα νέα. 

Να πορευθώ μέσα στη μέρα σαν να ‘ναι θάλασσα. 

Κροταλίζουν τα καινούρια μου λέπια, αστραφτερά μέσα στο χαώδες σκοτάδι τους.

Έρπω και παρατάω πίσω μου το παρελθόν. 

Τα παιδιά στα χωριά το λένε πουκάμισο.
Όταν το βρουν, το παραγεμίζουν με κουρέλια και σκιάζουν τα κοριτσάκια.

Κι εμένα μ’ έσκιαζε κάποτε το παρελθόν και με θύμωνε και με έθλιβε και με συνέθλιβε. 
Το ξερίζωσα όμως και προχώρησα. 
Τώρα μπορώ και το αφήνω πίσω, να το βρίσκουν τα μωρά παιδιά και να το εμπαίζουν. 

Καλύτερα γι’ αυτά, όμως, να μη με δούνε χωρίς εκείνο. 
Να εύχονται να μη συμβεί. 
Θα φαντάζω τρόμος συμπαγής για τα μάτια τους, μάτια παρθένα στην αγριότητα και την ασχήμια, στην ανελέητη οργή και το απύθμενο άλγος… 

Άλλαξα δέρμα κι έρχομαι. 

Κατηφορίζω στη γειτονιά, στο μονοπάτι των ψιθύρων και ακούω πνιχτούς εξορκισμούς και παντζούρια που σφαλίζουν ερμητικά. 

Σταυροκοπιούνται οι σκιές, ψελλίζουν προσευχές και βάζουν φωτιά στο σιχαμερό λιβάνι τους. 

Γελάω. Είναι σα να προσπαθείς να σκοτώσεις λιοντάρι με ένα ματσάκι μαϊντανό. 
Το μόνο που θα καταφέρεις θα ‘ναι να δώσεις άρωμα στο μεζέ του. 

Κακόμοιροι αμνοί, στοιβαγμένοι στα μαντριά σας, βελάξτε, κλαφτείτε μπρος στο παλαιότερο φόβητρό σας. 

Μπροστά στο ερπετό. 

Μπροστά σ’ αυτό που θα μπορούσε να γίνει το κλειδί προς τα πάνω, μα οι ποιμένες σας το καταδίκασαν και το έχρισαν αιώνια τιμωρία, την ίδια ώρα που σας ταΐζουν βλίτα και κουτόχορτο, και σας αρμέγουν καθημερινά μέχρι να στερέψετε και να σας οδηγήσουν στο σφαγείο. 

Ναι, τα ‘χω ξαναπεί αυτά εδώ, απ’ το υπόγειό μου, μα τα αυτιά σας τα έχουν χτίσει. 

Σας ξαναέδειξα τι βασιλεύει πέρα απ’ τον γκρίζο ορίζοντα, μα τους οφθαλμούς σας τους έχουν τυφλώσει. 

Σας ξαναζήτησα να ουρλιάξετε, μα τα λαρύγγια σας τα έχουν στουμπώσει με τα περιττώματά τους. 

Την καρδιά σας όμως τη νιώθω που χτυπά ακόμα. 
Ασθενικά, έστω, μα με ρυθμό. 

Τι να κάνω για να την τραβήξω απ’ τις οθόνες με τα ψεύτικα είδωλα που μορφάζουν για να σε πείσουν ότι το πορσελάνινο χαμόγελό τους είναι η ζωή όλη; 

Πώς να σβήσω τους τίτλους που σε βομβαρδίζουν απ’ τα πρωτοσέλιδα της διαπλοκής, της εξάρτησης και της διαφθοράς; 

Πώς να σου δείξω ότι το τσιμέντο που μας πλακώνει σαν ταφόπλακα δεν είναι το τελευταίο σύνορο; 

Άλλαξα δέρμα και ήρθα. 
Κροταλίζουν τα λέπια μου. 

Είμαι η μουσική μου που δεν σου γλείφει τα αυτιά αλλά στα ματώνει. 

Είμαι ο στίχος μου που δεν σε κολακεύει αλλά σε πονά. 

Είμαι το Μαύρο Φίδι με την Άσπρη Κοιλιά, που τρυπώνει κάτω απ’ το δικό σου πουκάμισο.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου